κατακόβω — και κατακόπτω και κατακόφτω (AM κατακόπτω) 1. κόβω κάτι σε πολλά τεμάχια, κατακομματιάζω («κατακόπτειν τὰ ἀγάλματα», Διόδ.) 2. κόβω κάτι σε μεγάλο βάθος και έκταση 3. σφάζω, πετσοκόβω («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
αναρρήγνυμι — ἀναρρήγνυμι και ύω (Α) 1. σχίζω, σπάζω, ανοίγω κάτι, κάνω τομή σε κάτι 2. ανορύσσω, εκσκάπτω 3. κατακρημνίζω, ανατρέπω, αναποδογυρίζω 4. (για πτώμα) ξεσχίζω, κατασπαράζω, κατακόβω 5. μτφ. ερεθίζω κάποιον, τον κάνω να ξεσπάσει 6. (για στόμα) κρατώ … Dictionary of Greek
διακείρω — (Α) [κείρω] 1. διασχίζω, σχίζω, κατακόβω 2. ματαιώνω, μηδενίζω 3. αφαιρώ, αποκόπτω … Dictionary of Greek
διαρπάζω — (AM διαρπάζω) 1. αρπάζω διά τής βίας πράγματα που ανήκουν σε άλλους, λαφυραγωγώ, λεηλατώ 2. ιδιοποιούμαι ξένο πράγμα αρχ. 1. ξεσχίζω, κατακόβω, τεμαχίζω 2. (για άνεμο) παρασύρω … Dictionary of Greek
εξαμώ — ἐξαμῶ, άω (Α) [αμώ] 1. θερίζω, κόβω εντελώς από τη ρίζα, δρέπω («σπείρων...κἀξαμῶν ἅπαξ», Σοφ.) 2. μτφ. κατασπαράζω, κατακόβω, καταξεσχίζω («τοὺς πλεύμονας καὶ τἄντερ ἐξαμήσω», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κατακόπτω — (AM κατακόπτω) βλ. κατακόβω … Dictionary of Greek
κατακόφτω — βλ. κατακόβω … Dictionary of Greek
καταπελεκώ — καταπελεκῶ, άω (Α) κατακόβω με πέλεκυ … Dictionary of Greek
κατασχίζω — και κατασκίζω (AM κατασχίζω, Μ και κατασκίζω) σχίζω κάτι εντελώς, τό κάνω κομμάτια, κατακομματιάζω, καταξεσκίζω μσν. μέσ. κατασχίζομαι κατατραυματίζομαι, καταπληγώνομαι αρχ. 1. (ενεργ. και μέσ.) ανοίγω κάτι διά τής βίας, κατακόβω, σπάζω 2. (και… … Dictionary of Greek
κατατέμνω — (AM κατατέμνω, Α και ιων. τ. κατατάμνω) κόβω κάτι σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω κατακόβω, διαμερίζω αρχ. 1. κόβω δρόμους για την οικοδόμηση πόλεως, ρυμοτομώ 2. κόβω κατά βάθος, κάνω άνοιγμα στη γη 3. περικόπτω, λιγοστεύω κόβοντας 4 … Dictionary of Greek